Στο
υπέδαφος της βορειοκεντρικής Εύβοιας υπάρχει εξαιρετικής ποιότητας
μαγνησίτης (λευκόλιθος) με αποτέλεσμα την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων
από διάφορες εταιρείες από τα τέλη του 19ου αιώνα. Μετά τον
Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η σημαντικότερη εταιρεία που δραστηριοποιήθηκε στη
περιοχή ήταν της οικογένειας Σκαλιστήρη, που εντατικοποίησε και
επέκτεινε τις εγκαταστάσεις.
Το 1983
η εταιρεία Σκαλιστήρη ως υπερχρεωμένη, περιήλθε στον έλεγχο του
δημοσίου μέσω του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων. Το 1992
διακόπηκε η λειτουργία της εταιρείας, η οποία μπήκε σε καθεστώς
εκκαθάρισης – αν και μισοδούλευε ως το 1996. Όταν από το 1994 ο κλάδος
άρχισε να επανακάμπτει χάρη στην αύξηση των τιμών και της ζήτησης
διεθνώς, εκδηλώθηκε ενδιαφέρον για την εταιρεία, η οποία τελικώς
αγοράστηκε από τη ΒΙΟΜΑΓΝ, μια κοινοπραξία απαρτιζόμενη από τη «Βιολίν»,
ελληνική εταιρεία που δραστηριοποιούνταν στην παραγωγή λιγνίτη, την
«Alpha Ventures», κεφαλαιακός όμιλος με έδρα του την Αθήνα (η ίδια η
τράπεζα Alpha ήταν η εκκαθαρίστρια εταιρεία), τον επιχειρηματία Βαρβούτη
και την Τράπεζα Πίστεως. Η παραχώρηση έγινε αντί του τιμήματος των 2,5
δισεκατομμυρίων δραχμών (7,2 εκατομμύρια ευρώ), με μηδενισμό από την
κυβέρνηση όλων των χρεών της πρώην βιομηχανίας Σκαλιστήρη. Με νόμο
επίσης (ν.2388/1996, άρθ. 12.4) απαλλάχτηκε η ΒΙΟΜΑΓΝ από την υποχρέωση
αποκατάστασης των περιβαλλοντικών ζημιών και αλλοιώσεων όπως όριζε ο
Μεταλλευτικός Κώδικάς ( αρ. 114Β ν.δ. 210/1973), με αποτέλεσμα αυτές να
μην αποτελούν υποχρέωση κανενός! Να σημειωθεί ότι πολλά χρόνια μετά
έχουν βρεθεί θαμμένα τοξικά απόβλητα σε σκουριασμένα βαρέλια.
Στη
σύντομη λειτουργία της η ΒΙΟΜΑΓΝ κατέστη η δεύτερη μεγαλύτερη εταιρεία
παραγωγής μαγνησίτη στην Ελλάδα με ετήσια παραγωγή 250.000 τόνους και
διαπιστωμένα αποθέματα περίπου 9 εκ. τόνους. Παρόλο που στον πρώτο μόλις
χρόνο λειτουργίας της πέτυχε ένα κύκλο εργασιών-τζίρο που ξεπερνούσε τα
2,6 δισ. δρχ. (όσο αγοράστηκαν τα μεταλλεία), μόλις το 1999 κήρυξε
πτώχευση. Ως το 2006 οι εργαζόμενοι παρέμειναν απλήρωτοι παρά την
εκποίηση περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας. Τότε επήλθε πτωχευτικός
συμβιβασμός και η ΒΙΟΜΑΓΝ περιήλθε στην κυριότητα του ομίλου ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ
(Γ. Περιστέρης) έναντι του ποσού των 33 εκ. ευρώ που ήταν τα χρέη της
εταιρείας – 3 εκ. ευρώ ήταν οι οφειλές προς τους εργαζόμενους. Με αυτά
τα χρήματα η ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ αγόρασε τη ΒΙΟΜΑΓΝ, τις εγκαταστάσεις καθώς και
800 στρέμματα γης κοντά στη θάλασσα...
Η ΤΕΡΝΑ και το εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας
Το 2006
λοιπόν η εταιρεία ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ αγοράζει τη ΒΙΟΜΑΓΝ που είχε τα κοιτάσματα
λευκόλιθου. Όμως το ενδιαφέρον της για την περιοχή φαίνεται να είναι
διαφορετικό. Μέσω της θυγατρικής της «Ήρων-Θερμοηλεκτρική» είχε ήδη
προτείνει την κατασκευή εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος με
καύση λιθάνθρακα. Αν και ο λιθάνθρακας θεωρείται από τις πιο ρυπογόνες
πρώτες ύλες και η χρήση του έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί στην Ευρώπη, η
Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (Ρ.Α.Ε.) ενέκρινε το έργο στις αρχές του 2007.
Οι 500 θέσεις εργασίας που υποσχόταν η εταιρεία αποτελούσαν το «καρότο»
σε μια περιοχή που, εξαρτημένη για δεκαετίες από τις μεταλλευτικές
δραστηριότητες, μαστιζόταν από ανεργία αλλά και ραγδαία εγκατάλειψη.
Όμως το «καρότο» αποδείχτηκε ανύπαρκτο: σύντομα οι θέσεις εργασίας
έγιναν 180, με τις 80 από αυτές να αφορούν εξειδικευμένο προσωπικό. Τότε
κάποιοι πολίτες διοργάνωσαν ημερίδες ενημέρωσης, παρεμβάσεις κλπ.
ενάντια στην επένδυση και την επαπειλούμενη υποβάθμιση της περιοχής
τους. Η έντονη κινητοποίησή τους (έφτασαν μέχρι την πραγματοποίηση
λαϊκής διαβούλευσης με 700 άτομα στο κλειστό γήπεδο του χωριού όπου
εκφράστηκε η εναντίωση στο έργο) ματαίωσε τα σχέδια – προσωρινά.
Από το
2007 ως το 2010 δεν υπήρξε εμφανής κίνηση από την εταιρεία. Όμως, τον
Αύγουστο του 2010 η ΤΕΡΝΑ κατέθεσε αίτηση δημιουργίας Βιομηχανικής
Περιοχής (ΒΙ.ΠΕ.). Φαίνεται πως στο μεταξύ είχε εξασφαλιστεί η
απαιτούμενη πολιτική δέσμευση για τη δημιουργία ΒΙ.ΠΕ. στο Μαντούδι, μια
περιοχή για την οποία τα δύο ειδικά χωροταξικά σχέδια (για τον τουρισμό
και τη βιομηχανία) προδιαγράφουν την ανάδειξη και διατήρηση των εξορυκτικών δραστηριοτήτων, που είναι μεσαίας και όχι υψηλής όχλησης όπως στις ΒΙ.ΠΕ., την ανάπτυξη ήπιων και εναλλακτικών μορφών τουρισμού, καθώς και δραστηριότητες που συμβάλλουν στην ανάδειξη της εικόνας της περιοχής και δεν θίγουν το περιβάλλον ως τουριστικό πόρο.
Πολιτικός σχεδιασμός για ΒΙ.ΠΕ.
Η
αίτηση της ΤΕΡΝΑ δεν κοινοποιήθηκε στους πολίτες, που το έμαθαν τυχαία
και απευθύνθηκαν στη γενική γραμματεία Επιθεώρησης Περιβάλλοντος και
Ενέργειας του ΥΠΕΚΑ. Η ειδική γραμματέας κα Μαργαρίτα Καραβασίλη εξέδωσε
στις 17/10/2011 έγγραφο που χαρακτηρίζει την υποβληθείσα Μελέτη
Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.) της εταιρείας ως «απολύτως ελλιπή». Η
επίσημη αυτή γνωμοδότηση λοιδορήθηκε στην πράξη από τον δήμαρχο του
δήμου Μαντουδίου-Λίμνης-Αγ.Άννας κ. Ανέστη Ψαρρό, ο οποίος έσκισε το
έγγραφο μπροστά σε όλους στο Δ.Σ. του δήμου, καταφερόμενος μάλιστα
εναντίον της προσωπικά και διατυμπανίζοντας ότι το δημοτικό συμβούλιο και οι πολίτες επιθυμούν διακαώς το έργο που θα φέρει αειφόρο ανάπτυξη στον δήμο, χωρίς καν να υπάρχει σχετική απόφαση του Δ.Σ.
Λοιδορήθηκε
και από την ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ, η οποία με επιστολή της αμφισβήτησε την
αρμοδιότητα της Επιθεώρησης Περιβάλλοντος(!) και ζήτησε την «άμεση
ανάκληση του εγγράφου», καθώς επίσης ζήτησε παρέμβαση προς τη
διευθύντρια Χωροταξίας κα Πολυξένη Ζέικου προκειμένου να δώσει σχετική
προτεραιότητα στο φάκελο. Πράγματι, στις 28/11/2011 η κα Π. Ζέικου
υπέγραψε έγγραφο με το οποίο χαρακτηρίζει τη Μ.Π.Ε. «συμβατή με τις
κατευθύνσεις του υφιστάμενου Χωροταξικού Σχεδιασμού». Να αναφέρουμε ότι η
προϊσταμένη της κας Ζέικου, δηλαδή γενική γραμματέας Χωροταξίας και
Αστικής Ανάπλασης, ήταν η κα Μαρία Καλτσά, μέλος του Διοικητικού
Συμβουλίου της εταιρείας ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ από το 27/6/2007.
Η κα Καλτσά δεν ήταν η μόνη παρουσία της
ΤΕΡΝΑ στην πολιτική ηγεσία της (τότε) κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου. Ο γ.γ.
Συγχρηματοδοτούμενων Δημοσίων Έργων κ. Σέργιος Λαμπρόπουλος υπήρξε
επίσης στέλεχος κοινοπραξίας της εταιρείας. Εν συνεχεία και οι επιλογές
της τρικομματικής κυβέρνησης παρέμειναν στην ίδια γραμμή καθώς ο κ.
Γιώργος Μέργος, σήμερα γενικός γραμματέας του Υπουργείου Οικονομικών,
ήταν μέλος του Δ.Σ. της ΤΕΡΝΑ από τις 23 Ιουνίου 2011 ως τις 5 Ιουλίου
2012. Μα και ο ίδιος ο υφυπουργός Ανάπτυξης κ. Αθανάσιος Σκορδάς είχε
παραστεί ως εκπρόσωπος της ΤΕΡΝΑ στο δημοτικό συμβούλιο στο Μαντούδι,
στις 21/6/2010, όπου με εισήγησή του περιέγραψε τα πολλαπλά οφέλη της
περιοχής από την επένδυση της εταιρείας!
Καθώς η
κα Μαργαρίτα Καραβασίλη επέμενε ότι η πρόταση για ΒΙ.ΠΕ. είναι
«αντίθεση με τις κατευθύνσεις της κείμενης νομοθεσίας», η θητεία της
στην Επιθεώρηση Περιβάλλοντος δεν θα είχε μέλλον: απομακρύνθηκε το
καλοκαίρι του 2012. Λίγους μήνες μετά, στις 31 Δεκεμβρίου 2012, εκδόθηκε
η Κοινή Υπουργική Απόφαση (Κ.Υ.Α.) των υπουργών Ανάπτυξης,
Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, Κ. Χατζηδάκη,
Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Ε. Λιβιεράτου και
Ναυτιλίας και Αιγαίου Κ. Μουσουρούλη (Αριθμ. Φ/Α.5.33/15088/945, ΦΕΚ
3540/2012). Με αυτή την απόφαση εγκρίθηκε η ίδρυση Επιχειρηματικού
Πάρκου τύπου Ά (όπως μετονομάστηκε η ΒΙ.ΠΕ. με το νόμο 3982/2011) στο
Μαντούδι.
Τι σημαίνει η έγκριση ΒΙ.ΠΕ. στο Μαντούδι
Η
ΒΙ.ΠΕ. είναι περιοχή βαριάς βιομηχανίας όπου προβλέπεται «υψηλή όχληση»,
και αντίστοιχα υψηλή ρύπανση. Η ΒΙ.ΠΕ. Μαντουδίου περιλαμβάνει και το
λιμάνι στο Κυμάσι καθώς και αγωγούς επικοινωνίας του με το κύριο τμήμα
των εγκαταστάσεων. Με τον γενικό χαρακτηρισμό ως ΒΙ.ΠΕ. δεν δεσμεύεται η
περιοχή σε συγκεκριμένο πλάνο, με την έννοια ότι μπορεί να φιλοξενηθούν
εκεί και άλλες βιομηχανικές δραστηριότητες, πλην των εξαιρέσεων του
νόμου (διυλιστήρια, πυρηνικοί σταθμοί, ΧΥΤΑ και επεξεργασία λυμάτων πλην
της ΒΙ.ΠΕ.) – εξαιρέσεων που ανά πάσα στιγμή αλλάζουν βέβαια. Η Κ.Υ.Α.
αναφέρεται συγκεκριμένα στον Θερμοηλεκτρικό Σταθμό Φυσικού Αερίου αλλά
και στη συνέχιση και ανάπτυξη της μεταλλευτικής δραστηριότητας
λευκόλιθου. Ως προς το τελευταίο να σημειωθεί ότι είχε ζητηθεί από την
Επιτροπή Περιβάλλοντος Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας (που ενέκρινε το
έργο) ως ελάχιστος όρος η ακύρωση της ΒΙ.ΠΕ. σε περίπτωση που δεν γίνει η
επένδυση επεξεργασίας λευκόλιθου. Ο όρος αυτός αφαιρέθηκε από το
Υπουργείο Ανάπτυξης παρόλο που η συνέχιση αυτής της δραστηριότητας είναι
μία από τις προτεραιότητες του Χωροταξικού για τη βιομηχανία.
Δραστηριότητα που είναι όχι μόνο μεσαίας όχλησης αλλά και επιθυμητή από
τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής.
Το
βασικό πάντως πλάνο της ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ είναι η κατασκευή θερμοηλεκτρικού
σταθμού της τάξης των 1160 MW. Για να κατανοήσει κανείς το μέγεθος,
πρόκειται για μια μονάδα που θα καταστήσει την ιδιαίτερης
περιβαλλοντικής ευαισθησίας αυτή περιοχή το δεύτερο ενεργειακό κέντρο
της χώρας: μικρότερο απ΄ της Πτολεμαΐδας και μεγαλύτερο από της
Μεγαλόπολης! Μάλιστα η μονάδα δεν οριοθετείται σε απομονωμένη περιοχή
αλλά μόλις 900 μέτρα από το Μαντούδι των 2000 κατοίκων, αλλά και 5,5
χλμ. από την τουριστικά αναπτυγμένη παραλία της Αγίας Άννας καθώς και
3,5 χλμ από την σημαντικότατη αρχαιολογική περιοχή της Κηρίνθου. Κι όλα
αυτά στο όνομα της ανάπτυξης, της καταπολέμησης της ανεργίας και της
κρίσης, που όμως δεν συνυπολογίζει τις αμέτρητες θέσεις εργασίας που θα
χαθούν από άλλες δραστηριότητες, όπως για παράδειγμα από τους
«ρετσινάδες»: 80% του ρετσινιού στην Ελλάδα παράγεται στη Βόρεια Εύβοια.
Στη
Βόρεια Εύβοια το ποσοστό της ανεργίας και της εγκατάλειψης της περιοχής,
που χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για τη δημιουργία τέτοιων «επενδύσεων»
έχει εν μέρει δημιουργηθεί ακριβώς εξαιτίας της μονοδιάστατης ως τη
δεκαετία του ’90 εξάρτησης από την εξορυκτική δραστηριότητα. Εξάρτηση
που συχνά καταλήγει σε «τροχοπέδη µιας βιώσιµης και κοινωνικά δίκαιης
αναπτυξιακής προοπτικής τέτοιων “ευλογηµένων” τόπων» (Ρένα Κλαμπατσέα,
Λέκτορας, Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ). Κι όλα αυτά χωρίς καν να μιλήσουμε
για την τεράστια και αμετάκλητη περιβαλλοντική ζημιά σε όλη την περιοχή
και τις επιπτώσεις της ΒΙ.ΠΕ. στην υγεία των ανθρώπων. Χωρίς να
μιλήσουμε για την προσπάθεια φίμωσης των ντόπιων που αντιδρούν αλλά και
για τις προτάσεις που καταθέτουν για την ισόρροπη ανάπτυξη της περιοχής
τους. Σε όλα αυτά τα ιδιαιτέρως σημαντικά θα επανέλθουμε λεπτομερώς
καθώς το θέμα θα μας απασχολήσει ξανά και κατά την εκδίκαση της
προσφυγής που έχουν καταθέσει οι πολίτες στο ΣτΕ εναντίον της απόφασης.
Σε αυτό το άρθρο θελήσαμε να περιοριστούμε στο ιστορικό της υπόθεσης και
στον πολιτικό σχεδιασμό. Έναν πολιτικό σχεδιασμό όπου οι… πολιτικές
εξυπηρετήσεις είναι το λιγότερο. Η ουσία βρίσκεται στην επί δεκαετίες
υποβάθμιση της περιοχής και στις μεθοδευμένες πτωχεύσεις εταιρειών που
απαλλάσσονται έτσι από τις υποχρεώσεις τους, συμπεριλαμβανομένης αυτής
της αποκατάστασης του περιβάλλοντος.
Ας
κλείσουμε με μια σχετική ως προς αυτό λεπτομέρεια. Η Κ.Υ.Α. για την
ΒΙ.ΠΕ. Μαντουδίου, που βγήκε σε Φ.Ε.Κ. παραμονή Πρωτοχρονιάς, δεν
δημοσιεύτηκε στο «Διαύγεια» όπως θα έπρεπε για να λάβουν γνώση οι
ενδιαφερόμενοι παρά μόνο 40(!) μέρες αργότερα. Με αυτό τον τρόπο οι
αντιδρώντες στο σχέδιο έμειναν με μόλις 20 μέρες προθεσμία για να
συλλέξουν τα στοιχεία και τα έγγραφα, να ετοιμαστούν, να βρουν χρήματα
και δικηγόρο για να προσφύγουν στα δικαστήρια. Η προσφυγή κατατέθηκε την
1η Μαρτίου. Αναμένεται να οριστεί εισηγητής. Θα επανέλθουμε.