Παρά τις δικαστικές αποφάσεις των τελευταίων χρόνων, μέχρι σήμερα δεν προέκυψε τίποτα
ουσιαστικό ως προς τον τερματισμό ενός καθεστώτος συστηματικής μόλυνσης του Ασωπού. Επί 40 χρόνια οι κάτοικοι των γύρω περιοχών έπιναν δηλητήριο, με τον καρκίνο να καταγράφεται ως η κύρια αιτία θανάτου. Η επίσημη πολιτεία ανακάλυψε το πρόβλημα το 1986, όταν αποφάσισε να θεσπίσει περιβαλλοντικές υποχρεώσεις για τις βιομηχανίες σε μια ζώνη όπου από τα χρόνια της χούντας έμαθαν να λειτουργούν εντελώς ανεξέλεγκτα.
Χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες ώστε οι τοπικές κοινωνίες να πληροφορηθούν για τον θάνατο που κυλούσε σιωπηλός στον υδροφόρο ορίζοντα της περιοχής τους. Χρειάστηκε να δουν το φως της δημοσιότητας μελέτες ευαίσθητων και «ανεξάρτητων» επιστημόνων ώστε η κοινή γνώμη να πληροφορηθεί για το βιομηχανικό έγκλημα του Ασωπού. Χρειάστηκε να φτάσουμε στο 2010 ώστε να γίνει γνωστό πως, σύμφωνα με επιδημιολογική μελέτη της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, η αύξηση της θνησιμότητας λόγω καρκίνου στα Οινόφυτα έφτασε το 2009 μέχρι και το 92,5% σε σχέση με τον υπόλοιπο Νομό Βοιωτίας.
Παρά τις αποκαλύψεις των επιστημόνων, παρά τις δικαστικές νίκες των κατοίκων της περιοχής απέναντι στην ανεξέλεγκτη δράση των βιομηχάνων, η Πολιτεία για σειρά ετών όχι απλώς παρέμενε θεατής, αλλά σε πολλές περιπτώσεις λειτουργούσε υποστηρικτικά στο πλευρό των ρυπογόνων επιχειρήσεων.
Ενδεικτικό είναι πως λίγες μόλις ημέρες πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου ο υπουργός Υγείας Μάκης Βορίδης, ο αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος Νικόλαος Ταγάρας και συναρμόδιοι υπουργοί πέρασαν τροπολογία με την οποία διπλασίασαν το όριο των επιτρεπτών ρύπων χαλαρώνοντας παράλληλα την εποπτεία των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους στην περιοχή.
Η πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ δίνει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία στη σημερινή ηγεσία του υπ. Περιβάλλοντος να αποδείξει αν θα βρεθεί επιτέλους μια κυβέρνηση που θα αναλάβει δράση υπέρ της προστασίας των κατοίκων ή αν η απόφαση του ΣτΕ θα περάσει στην ιστορία ως μια ακόμη «νίκη στα χαρτιά».

Π.Ελ.